- συνερειστικος
- συνερειστικόςσυν-ερειστικός31) спирающий, сжимающий, сдавливающий
(τόνος Plut.)
2) крепко упирающийся, устойчивый(ὡς ὅ κύβος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τόνος Plut.)
(ὡς ὅ κύβος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνερειστικός — ή, όν, Α [συνερείδω] αυτός που μπορεί να ενώνει σφιχτά … Dictionary of Greek
συνερειστικόν — συνερειστικός making a firm foundation masc acc sg συνερειστικός making a firm foundation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερειστικήν — συνερειστικός making a firm foundation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)