συνερειστικος

συνερειστικος
    συνερειστικός
    συν-ερειστικός
    3
    1) спирающий, сжимающий, сдавливающий
    

(τόνος Plut.)

    2) крепко упирающийся, устойчивый
    

(ὡς ὅ κύβος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συνερειστικος" в других словарях:

  • συνερειστικός — ή, όν, Α [συνερείδω] αυτός που μπορεί να ενώνει σφιχτά …   Dictionary of Greek

  • συνερειστικόν — συνερειστικός making a firm foundation masc acc sg συνερειστικός making a firm foundation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνερειστικήν — συνερειστικός making a firm foundation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»